Αυτό το σόι στο χωριό το είχαν βρει συμφορές μεγάλες και ουκ ολίγες.Για την ακρίβεια (σχεδόν μαθηματική) οι άρρενες αυτού του σογιού,πριν καλά-καλά κλείσουν τα σαράντα, με ή χωρίς προειδοποίηση εφεύγαν με ψηλά το κεφάλι και καθαρό το κούτελο από τον μάταιο τούτο κόσμο.Κάτι οι πολέμοι, κάτι οι αρρώστιες. κάτι οι βεντέτες ήταν συνθήκες ικανές ώστε να αφήνουν ακέφαλη από αρχηγό τη φαμίλια κάθε τρεις και λίγο.Έτσι, οι γυναίκες αφού έθαβαν και πενθούσαν το νεκρό τους με όλες τις τιμές , αναλάμβαναν -θέλοντας και μη - και το φορτίο του αφενικού.Έτσι πρόλαβα κι εγώ την τελευταία πάτερ φαμίλα....τη θεία Ευγενία.
Η θεία Ευγενία αφότου επωμίστηκε τα βάρη της χηρείας της είχε υπό την επίβλεψή της ακίνητα χωράφια,κινητά ζωντανά, γριά μάνα χήρα, γριά πεθερά χήρα και τις ορφανές δίδυμες ανηψιές της (παιδιά του αδικοχαμένου αδερφού της).Τη νύφη της τη χάσανε στη γέννα,άχρηστη ντιπ αυτή η μαμή, το σερί επιτυχιών της το είχε μόνο στα ζώα.Η ίδια η Ευγενία δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά γιατί αμέσως μετά το γάμο της έμεινε -τι άλλο;- χήρα. Είπε κάποτε να αλλάξει για λίγο τα μαύρα με κανά γκρίζο ρουχαλάκι έτσι ,για να μην μαυρίζονται και τα παιδιά αλλά δεν πρόλαβε, γιατί αρχίνισαν να φεύγουν για τονάλλο κόσμο οι μανάδες της.Έτσι το πήρε απόφαση πια, ότι τα μαύρα δεν θα τα έβγαζε από πάνω της.Μάλλον το ΄χε και σε γρουσουζιά αυτό ,γιατί κάθε φορά που πήγαινε να τα βγάλει....τσουπ ο Χάρος καλώστονε.Τόσο που είχε συνηθίσει τα θανατερά ώστε έγιναν η ζωή της ,η απασχόλησή της ,δηλαδή ταξινομούσε το χρόνο της σύμφωνα με τα τελετουργικά πάρε-δώσε αποθανόντων με ζωντανούς.Τότε το μνημόσυνο του Παντελή,στις τάδε του μήνα τα εξάμηνα του Γιώργη ,να πάω να βοηθήσω την κακομοίρα την Ελένη στα τρίμηνα του συχωρεμένου και ούτω καθ'εξής.
Αφού λοιπόν ,έθαψε και τις μάνες της και αφού άλλο θανατικό δεν προβλεπόταν στον ορίζοντα ένεκα δεν υπήρχε "υλικό"σε κρίσιμη ηλικία η θεία αποφάσισε να φύγει..πούλησε όλα της τα υπάρχοντα, ζαλώθηκε τα μπογαλάκια της, αμπάρωσε το σπίτι της και με σφιγμένη τη καρδιά, πήρε τα ορφανά από το χέρι και ξεκίνησε για την πρωτεύουσα
.Γι' αυτές τις δυο ψυχούλες έφευγε...γιατί το 'νιωθε... εδώ στο χωριό τι εφόδια θα 'χαν τα έρημα να μεγαλώσουν κατά πως πρέπει. Ενώ στην πόλη.... αν τη βοήθαγε κι ο Θεός, ίσως κατάφερνε να τα σπουδάσει, να τα καλοπαντρέψει... σκεφτόταν μέσα της η Ευγενία και έκανε το σταυρό της γεμάτη αγωνία αλλά και ελπίδα για το αύριο.
Ήρθε και βολεύτηκε σε μια γωνίτσα της πόλης και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να τα φέρει βόλτα.Με νύχια και με δόντια στην κυριολεξία γιατί έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει... να πλέκει με το βελονάκι... δαντέλες, τραπεζομάντηλα,κουρτινάκια της κουζίνας ,κουβέρτες καλές για το κρεβάτι της νύφης, ό,τι της παραγγέλναν τέλος πάντων.Έτσι με τα νύχια ξέπλεκε το νήμα της άμα της μπερδευόταν και με τα δόντια της έκοβε στο τέλος της σειράς.Νύχτα-μέρα έπλεκε, να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τώρα που ξεκίνησαν και το σχολείο.Οι στερήσεις της πολλές, αρκεί να μην τους έλειπε τίποτα.Και περνούσε γρήγορα ο καιρός,τα κορίτσια μεγαλώναν και προόδευαν και τα χέρια της Ευγενίας, ακόμα κι όταν δεν έπλεκε σαν να είχαν πάρει μια μόνιμη κλίση όπως όταν έπλεκε ...να για παράδειγμα, τα δάκτυλά της δεν άνοιγαν τελείως και ο δείκτης στο αριστερό της χέρι από όπου περνούσε το νήμα είχε αυλακωθεί εντυπωσιακά...είμαι σίγουρη για αυτό γιατί το παρατηρούσα συνεχώς κάθε φορά που πηγαίναμε επίσκεψη με τη γιαγιά.Αλλά η Ευγενία ήταν ακούραστη ειδικά τώρα που τα κορίτσια επέρασαν στο Πανεπιστήμιο.Διαβάζαν πολύ και ξενυχτούσαν κι αυτά και κουράζονταν, ξενυχτούσε πλάι τους και η θεία πλέκοντας.Τα λυπόταν η Ευγενία έτσι που τα έβλεπε όλη μέρα πάνω από τα βιβλία γι' αυτό και φρόντιζε να τους μαγειρεύει τα πιο διαλεχτά, τα καλύτερα να τους παραγγέλνει στο χασάπη ή στον ψαρά.Αλλά τα καλύτερα μόνο για τα παιδιά ,όχι για τον εαυτό της, αυτό το θεωρούσε περριτή σπατάλη και πολυτέλεια.Στερούταν κάθε μέρα λοιπόν , για χρόνια ολόκληρα."Φάτε καλά, "τους έλεγε "φάτε να έχετε δυνάμεις"και εκείνες της απαντούσαν πως κι αυτή πρέπει να φάει, να ΄χει δύναμη."Εμένα ψυχή μου δεν μου αρέσει το μοσχαράκι, φάτε εσείς"απαντούσε.Και όταν έπεφταν για ύπνο τα κορίτσια και η Ευγενία μάζευε τα πιάτα ,μόνη καθώς ήταν έβρισκε εξαιρετικότατον αυτό το μοσχαράκι ,καθόταν λοιπόν σε μια γωνίτσα και ξεκοκκάλιζε η καημένη, πεινασμένη και κουρασμένη όπως ήταν ,ότι είχε απομείνει στα πιάτα.Κι έπεφτε για ύπνο χορτάτη από τα αποφάγια κι ευχαριστημένη που υπήρχαν κι αυτά.Ναι...σε εκείνη τη γωνίτσα της, στο σκαμνάκι με το πιάτο στα γόνατα πάνω στην ποδιά της , ήσυχα και ταπεινά η Ευγενία έκανε το χρέος της και τη θυσία της.Τέτοια καρδιά είχε.
Τα κορίτσια τέλειωσαν τις σπουδές ,έπιασαν και δουλειές καλές και φτιάξαν αρκετά τα πράματα. Αγόρασε και η κάθε μια το σπιτάκι της. Άφησε λίγο κι η θεία το βελονάκι γιατί κουραζόταν στα μάτια εύκολα τώρα πια.Η μια από τις δίδυμες η Μαρία παντρευόταν.Γεμάτη καμάρι η Ευγενία ,δόξαζε όλη τη μέρα εκείνη το Θεό που της τα 'χε φέρει όλα δεξιά αλλά αλοίμονο...δέχτηκε χτύπημα βαρύ. Στο τραπέζι , ο γαμπρός έβαλε κι ένα πιάτο γεμάτο με όλα τα καλά για τη θεία, το 'δε όμως η Μαρία και πετάγεται ζωηρή-ζωηρή ...."ααα στης θείας το πιάτο όχι κρεατικά Γιάννη μου ,μόνο πίτες και σαλάτα "Δαγκώθηκε η θεία, ξαναδαγκώθηκε, φούντωσε ξεφούντωσε αλλά άχνα ,τι να πει; και σε ποιον;Άντε τώρα να περιμένει την ευκαιρία να τρυπώσει στην κουζίνα να ξεμοναχιάσει τα πιάτα των κοριτσιών χώρια που ήταν αναγκασμένη να παριστάνει μπροστά στα κορίτσια τη χορτοφάγο επ' άπειρον ,ακόμα και τώρα που δεν υπήρχε ανάγκη πια.
Αυτή της τη συνήθεια λοιπόν ,να ξεκοκκαλίζει τα κοκκαλάκια από τα πιάτα των κοριτσιών, δεν την εγκατέλειψε ποτέ.Ή μπορεί και η συνήθεια να μην εγκατέλειπε την τρομερή Ευγενία.Και αν καμμιά φορά στο σπίτι της -σπάνια δηλαδή-μαγείρευε κρέας για τον εαυτό της , τη νοστιμιά που έβρισκε σε εκείνο το λίγο κρέας γύρω από τα κοκκαλάκια , δεν την έβρισκε πουθενά αλλού.!!
Η θεία Ευγενία αφότου επωμίστηκε τα βάρη της χηρείας της είχε υπό την επίβλεψή της ακίνητα χωράφια,κινητά ζωντανά, γριά μάνα χήρα, γριά πεθερά χήρα και τις ορφανές δίδυμες ανηψιές της (παιδιά του αδικοχαμένου αδερφού της).Τη νύφη της τη χάσανε στη γέννα,άχρηστη ντιπ αυτή η μαμή, το σερί επιτυχιών της το είχε μόνο στα ζώα.Η ίδια η Ευγενία δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά γιατί αμέσως μετά το γάμο της έμεινε -τι άλλο;- χήρα. Είπε κάποτε να αλλάξει για λίγο τα μαύρα με κανά γκρίζο ρουχαλάκι έτσι ,για να μην μαυρίζονται και τα παιδιά αλλά δεν πρόλαβε, γιατί αρχίνισαν να φεύγουν για τονάλλο κόσμο οι μανάδες της.Έτσι το πήρε απόφαση πια, ότι τα μαύρα δεν θα τα έβγαζε από πάνω της.Μάλλον το ΄χε και σε γρουσουζιά αυτό ,γιατί κάθε φορά που πήγαινε να τα βγάλει....τσουπ ο Χάρος καλώστονε.Τόσο που είχε συνηθίσει τα θανατερά ώστε έγιναν η ζωή της ,η απασχόλησή της ,δηλαδή ταξινομούσε το χρόνο της σύμφωνα με τα τελετουργικά πάρε-δώσε αποθανόντων με ζωντανούς.Τότε το μνημόσυνο του Παντελή,στις τάδε του μήνα τα εξάμηνα του Γιώργη ,να πάω να βοηθήσω την κακομοίρα την Ελένη στα τρίμηνα του συχωρεμένου και ούτω καθ'εξής.
Αφού λοιπόν ,έθαψε και τις μάνες της και αφού άλλο θανατικό δεν προβλεπόταν στον ορίζοντα ένεκα δεν υπήρχε "υλικό"σε κρίσιμη ηλικία η θεία αποφάσισε να φύγει..πούλησε όλα της τα υπάρχοντα, ζαλώθηκε τα μπογαλάκια της, αμπάρωσε το σπίτι της και με σφιγμένη τη καρδιά, πήρε τα ορφανά από το χέρι και ξεκίνησε για την πρωτεύουσα
.Γι' αυτές τις δυο ψυχούλες έφευγε...γιατί το 'νιωθε... εδώ στο χωριό τι εφόδια θα 'χαν τα έρημα να μεγαλώσουν κατά πως πρέπει. Ενώ στην πόλη.... αν τη βοήθαγε κι ο Θεός, ίσως κατάφερνε να τα σπουδάσει, να τα καλοπαντρέψει... σκεφτόταν μέσα της η Ευγενία και έκανε το σταυρό της γεμάτη αγωνία αλλά και ελπίδα για το αύριο.
Ήρθε και βολεύτηκε σε μια γωνίτσα της πόλης και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να τα φέρει βόλτα.Με νύχια και με δόντια στην κυριολεξία γιατί έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει... να πλέκει με το βελονάκι... δαντέλες, τραπεζομάντηλα,κουρτινάκια της κουζίνας ,κουβέρτες καλές για το κρεβάτι της νύφης, ό,τι της παραγγέλναν τέλος πάντων.Έτσι με τα νύχια ξέπλεκε το νήμα της άμα της μπερδευόταν και με τα δόντια της έκοβε στο τέλος της σειράς.Νύχτα-μέρα έπλεκε, να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τώρα που ξεκίνησαν και το σχολείο.Οι στερήσεις της πολλές, αρκεί να μην τους έλειπε τίποτα.Και περνούσε γρήγορα ο καιρός,τα κορίτσια μεγαλώναν και προόδευαν και τα χέρια της Ευγενίας, ακόμα κι όταν δεν έπλεκε σαν να είχαν πάρει μια μόνιμη κλίση όπως όταν έπλεκε ...να για παράδειγμα, τα δάκτυλά της δεν άνοιγαν τελείως και ο δείκτης στο αριστερό της χέρι από όπου περνούσε το νήμα είχε αυλακωθεί εντυπωσιακά...είμαι σίγουρη για αυτό γιατί το παρατηρούσα συνεχώς κάθε φορά που πηγαίναμε επίσκεψη με τη γιαγιά.Αλλά η Ευγενία ήταν ακούραστη ειδικά τώρα που τα κορίτσια επέρασαν στο Πανεπιστήμιο.Διαβάζαν πολύ και ξενυχτούσαν κι αυτά και κουράζονταν, ξενυχτούσε πλάι τους και η θεία πλέκοντας.Τα λυπόταν η Ευγενία έτσι που τα έβλεπε όλη μέρα πάνω από τα βιβλία γι' αυτό και φρόντιζε να τους μαγειρεύει τα πιο διαλεχτά, τα καλύτερα να τους παραγγέλνει στο χασάπη ή στον ψαρά.Αλλά τα καλύτερα μόνο για τα παιδιά ,όχι για τον εαυτό της, αυτό το θεωρούσε περριτή σπατάλη και πολυτέλεια.Στερούταν κάθε μέρα λοιπόν , για χρόνια ολόκληρα."Φάτε καλά, "τους έλεγε "φάτε να έχετε δυνάμεις"και εκείνες της απαντούσαν πως κι αυτή πρέπει να φάει, να ΄χει δύναμη."Εμένα ψυχή μου δεν μου αρέσει το μοσχαράκι, φάτε εσείς"απαντούσε.Και όταν έπεφταν για ύπνο τα κορίτσια και η Ευγενία μάζευε τα πιάτα ,μόνη καθώς ήταν έβρισκε εξαιρετικότατον αυτό το μοσχαράκι ,καθόταν λοιπόν σε μια γωνίτσα και ξεκοκκάλιζε η καημένη, πεινασμένη και κουρασμένη όπως ήταν ,ότι είχε απομείνει στα πιάτα.Κι έπεφτε για ύπνο χορτάτη από τα αποφάγια κι ευχαριστημένη που υπήρχαν κι αυτά.Ναι...σε εκείνη τη γωνίτσα της, στο σκαμνάκι με το πιάτο στα γόνατα πάνω στην ποδιά της , ήσυχα και ταπεινά η Ευγενία έκανε το χρέος της και τη θυσία της.Τέτοια καρδιά είχε.
Τα κορίτσια τέλειωσαν τις σπουδές ,έπιασαν και δουλειές καλές και φτιάξαν αρκετά τα πράματα. Αγόρασε και η κάθε μια το σπιτάκι της. Άφησε λίγο κι η θεία το βελονάκι γιατί κουραζόταν στα μάτια εύκολα τώρα πια.Η μια από τις δίδυμες η Μαρία παντρευόταν.Γεμάτη καμάρι η Ευγενία ,δόξαζε όλη τη μέρα εκείνη το Θεό που της τα 'χε φέρει όλα δεξιά αλλά αλοίμονο...δέχτηκε χτύπημα βαρύ. Στο τραπέζι , ο γαμπρός έβαλε κι ένα πιάτο γεμάτο με όλα τα καλά για τη θεία, το 'δε όμως η Μαρία και πετάγεται ζωηρή-ζωηρή ...."ααα στης θείας το πιάτο όχι κρεατικά Γιάννη μου ,μόνο πίτες και σαλάτα "Δαγκώθηκε η θεία, ξαναδαγκώθηκε, φούντωσε ξεφούντωσε αλλά άχνα ,τι να πει; και σε ποιον;Άντε τώρα να περιμένει την ευκαιρία να τρυπώσει στην κουζίνα να ξεμοναχιάσει τα πιάτα των κοριτσιών χώρια που ήταν αναγκασμένη να παριστάνει μπροστά στα κορίτσια τη χορτοφάγο επ' άπειρον ,ακόμα και τώρα που δεν υπήρχε ανάγκη πια.
Αυτή της τη συνήθεια λοιπόν ,να ξεκοκκαλίζει τα κοκκαλάκια από τα πιάτα των κοριτσιών, δεν την εγκατέλειψε ποτέ.Ή μπορεί και η συνήθεια να μην εγκατέλειπε την τρομερή Ευγενία.Και αν καμμιά φορά στο σπίτι της -σπάνια δηλαδή-μαγείρευε κρέας για τον εαυτό της , τη νοστιμιά που έβρισκε σε εκείνο το λίγο κρέας γύρω από τα κοκκαλάκια , δεν την έβρισκε πουθενά αλλού.!!